Blogger Template by Blogcrowds.

ΑΡΙΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ. Η ΠΑΠΑΜΑΡΚΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΠΕΡΙΞ

Τίτλος: 'Αρις Γεωργίου. Η Παπαμάρκου και τα πέριξ
Συγγραφέας: Συλλογικό
Κείμενα: Αλεξάνδρα Καραδήμου-Γερολύμπου, Ηρακλής Παπαϊωάννου, 'Αρις Γεωργίου
Έκδοση: ΜΙΕΤ, Θεσσαλονίκη 2011
Σελίδες: 135 με 54 έγχρωμες και 70 α/μ εικόνες
ISBN: 978-960-250-453-6
Τιμή με έκτπωση: 27.00€



Η έκδοση αυτή πραγματοποιήθηκε με την ευκαιρία της ομώνυμης έκθεσης που διοργάνωσε το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης στον εκθεσιακό χώρο του Πολιτιστικού Κέντρου Θεσσαλονίκης του ΜΙΕΤ (14 Απριλίου έως 29 Μαΐου 2011).
Η οδός Παπαμάρκου είναι ένας μικρός δρόμος στην καρδιά της περιοχής που παλαιότερα ήταν γνωστή με το όνομα Μπαζάρ και σήμερα ως Πλατεία Άθωνος στη Θεσσαλονίκη. Τα Μπαζάρ οικοδομήθηκαν από το 1923 και μετά. Στην αρχή προορίζονταν να ανήκουν στον Δήμο Θεσσαλονίκης, που θα αντλούσε προσόδους από την εκμετάλλευσή τους, αλλά η έλευση των προσφύγων από τη Μικρά Ασία άλλαξε τους σχεδιασμούς. Στην οδό Παπαμάρκου χτυπά η καρδιά μιας κυψέλης μαγαζιών και εργαστηρίων που από τον Μεσοπόλεμο φιλοξενούνται σε μικρά, ισόγεια και διώροφα οικήματα χτισμένα μετά την πυρκαγιά του ’17, ακολουθώντας τη μακραίωνη χρήση της περιοχής ως ανοιχτής αγοράς. Δεκαετίες αδιάλειπτης χρήσης πέρασαν πριν, στα μέσα του’90, η κυψέλη αυτή αρχίσει να μεταλλάσσεται σε θορυβώδες νεφέλωμα κέντρων ψυχαγωγίας. Ο Άρις Γεωργίου όμως είχε προλάβει αθόρυβα να πάρει το δακτυλικό αποτύπωμα της περιοχής. Πολυσχιδής και πολυπράγμων δημιουργός με έργο στην αρχιτεκτονική, τη γραφιστική, τη ζωγραφική αλλά πρωτίστως στη φωτογραφία, στην ελληνική σκηνή της οποίας έχει αφήσει ισχυρή σφραγίδα τα τελευταία τριάντα χρόνια, ο Γεωργίου έκανε τον Φεβρουάριο του 1979 εικοσιεπτά ασπρόμαυρα πορτραίτα από τεχνίτες και εμπόρους των πέριξ της πλατείας δρόμων. Στα πορτραίτα αυτά προστέθηκαν μερικά ακόμη από την εγγύς γειτονιά. Τον Απρίλιο του 1990 ο Γεωργίου επέστρεψε για μια δεύτερη φωτογράφηση των ίδιων ανθρώπων, σε έγχρωμο πλέον φιλμ. Όπως σημειώνει ο Ηρακλής Παπαϊωάννου: «Η επιστροφή αυτή επαναπροσδιόρισε τη σημασία της σειράς για τον Γεωργίου: συγκρότησε τα πορτραίτα σε δίπτυχα ενώ συνέταξε έναν αυτοσχέδιο χάρτη, όπου σημείωσε επιμελώς τη θέση και τη χρήση κάθε μαγαζιού, το όνομα κάθε ιδιοκτήτη. Κατά τον ίδιο άλλωστε η εργασία στην Άθωνος υπήρξε σταθμός στη φωτογραφική του πορεία. Μέχρι τότε, με την επιρροή δημιουργών όπως οι Henri Cartier-Bresson και Ralph Gibson, χρησιμοποιούσε τη φωτογραφία ως ένα μέσο που ακόνιζε την ελεύθερη περιπλάνηση του βλέμματος στην περιπέτεια των μορφών και των νοημάτων του κόσμου. Στην Άθωνος όμως λειτούργησε για πρώτη φορά μέσα από ένα πλαίσιο με συντεταγμένες χωρικές και μορφολογικές ορίζουσες. Το 1996, έξι χρόνια μετά τη δεύτερη σειρά πορτραίτων, επιστρέφει για να εικονίσει τον χώρο με διάθεση σχεδόν τοπογραφική: αποσπώντας το βλέμμα από τις επίπεδες επιφάνειες περιγράφει πλέον την ατμόσφαιρα των δρόμων, τα στενά και τις διασταυρώσεις, ενόσω τα κατεβασμένα ρολά και το χειμωνιάτικο κλίμα αναδίδουν μιαν αίσθηση τέλους εποχής. Η τελευταία φωτογραφική επίσκεψη στην πλατεία είναι μια έγχρωμη περιήγηση το 2009-10, στην οποία ο Γεωργίου ανιχνεύει τα στοιχεία της σύγχρονης εξέλιξης. Το σύνολο του έργου ανακαλεί ένα κερματισμένο οδοιπορικό τριών δεκαετιών, ένα περίπλοκο σταυρόλεξο αφαιρέσεων, πορτραίτων, εσωτερικών χώρων, αστικών τοπίων, που φανερώνει κάτι από το μυστήριο της τέχνης: πώς δηλαδή η ίδια πρώτη ύλη επιτρέπει την αιώρηση από την εικαστική διαπραγμάτευση στην τεκμηρίωση και τη μελέτη της κοινωνικής πραγματικότητας. Παρά τον μεγάλο πλούτο χρήσεων και αναγνώσεων όμως η τριβή με τη μνήμη και η ζεστασιά που αυτή η τριβή δημιουργεί μοιάζει να αποτελεί ακόμη τον ισχυρότερο πόλο έλξης της φωτογραφίας. Η πρόσφατη περιήγηση εγγράφει ευκρινώς, πέρα από την πεζοδρόμηση της περιοχής, την αλλαγή χρήσης των μαγαζιών και επικυρώνει τη νέα, διεθνή συνθήκη της αγοράς στην οποία οι χειρώνακτες τεχνίτες πιέζονται ασφυκτικά από τη θηλιά της μαζικής βιομηχανικής παραγωγής που απειλεί τα παραδοσιακά, παλιομοδίτικα εργαστήρια». Σύμφωνα με την Αλεξάνδρα Καραδήμου-Γερολύμπου: «Στις φωτογραφίες των επαγγελματιών της οδού Παπαμάρκου, οι φιγούρες των ανθρώπων μετρούν τον χρόνο που περνάει και υπαινίσσονται τις δικές τους ιστορίες. Οι ασάλευτες μορφές των επαγγελματιών της οδού Παπαμάρκου, που γερνούν μαζί με το άμεσο περιβάλλον τους, αλλά και αυτών που εξαφανίζονται πίσω από τα κλεισμένα μαγαζιά τους, καταθέτουν τη μαρτυρία τους για τις εποχές και τους χρόνους, θρέφουν την κρυμμένη μνήμη της πόλης και μεταγγίζουν στον 21ο αιώνα τη μακραίωνη αστική παράδοση των μικροεπαγγελμάτων, την αρχαία εικόνα της «κοιλιάς της πόλης», καθημερινής αρένας των βιοπαλαιστών και των λαϊκών στρωμάτων».

Νεότερη ανάρτηση Παλαιότερη Ανάρτηση Αρχική σελίδα